μεγαηλεκτρονιοβόλτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαηλεκτρονιοβόλτ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaelectron volt < αρχαία ελληνική μέγας + ἤλεκτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαηλεκτρονιοβόλτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) ένα εκατομμύριο ηλεκτρονιοβόλτ (συντομογραφία: MeV)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαηλεκτρονιοβόλτ