μαυροζούμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυροζούμι | τα | μαυροζούμια |
γενική | του | μαυροζουμιού | των | μαυροζουμιών |
αιτιατική | το | μαυροζούμι | τα | μαυροζούμια |
κλητική | μαυροζούμι | μαυροζούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαυροζούμι ουδέτερο
- μαύρο ζουμί ή άλλο υγρό
- (ειδικότερα) (μειωτικό) χαρακτηρισμός άνοστης σούπας ή καφέ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαυροζούμι
|