Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυροζούμι τα μαυροζούμια
      γενική του μαυροζουμιού των μαυροζουμιών
    αιτιατική το μαυροζούμι τα μαυροζούμια
     κλητική μαυροζούμι μαυροζούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυροζούμι < μαυρο- + -ζούμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυροζούμι ουδέτερο

  1. μαύρο ζουμί ή άλλο υγρό
  2. (ειδικότερα) (μειωτικό) χαρακτηρισμός άνοστης σούπας ή καφέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία