Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυράδι τα μαυράδια
      γενική του μαυραδιού των μαυραδιών
    αιτιατική το μαυράδι τα μαυράδια
     κλητική μαυράδι μαυράδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυράδι < μεσαιωνική ελληνική μαυράδι < μαύρος + -άδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυράδι ουδέτερο

  1. μια μαύρη ή σκουρόχρωμη επιφάνεια σ' ένα ανοιχτόχρωμο πλαίσιο
  2. η κόρη του ματιού
    Στην πέτρα της υπομονής / κάθισες προς το βράδυ / με του ματιού σου το μαυράδι / δείχνοντας πως πονείς. (Γιώργος Σεφέρης, Η λυπημένη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυράδι ουδέτερο