Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ματατζής οι ματατζήδες
      γενική του ματατζή των ματατζήδων
    αιτιατική τον ματατζή τους ματατζήδες
     κλητική ματατζή ματατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ματατζής < ΜΑΤ + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματατζής αρσενικό
  • αστυφύλακας, ή υπαξιωματικός, ή αξιωματικός της ΕΛΑΣ που συμμετέχει σε ΜΑΤ

  Μεταφράσεις επεξεργασία