μαρκασίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρκασίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρκασίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) θειούχο ορυκτό του σιδήρου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαρκασίτης