Δείτε επίσης: Μαρινάτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρινάτος η μαρινάτη το μαρινάτο
      γενική του μαρινάτου της μαρινάτης του μαρινάτου
    αιτιατική τον μαρινάτο τη μαρινάτη το μαρινάτο
     κλητική μαρινάτε μαρινάτη μαρινάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρινάτοι οι μαρινάτες τα μαρινάτα
      γενική των μαρινάτων των μαρινάτων των μαρινάτων
    αιτιατική τους μαρινάτους τις μαρινάτες τα μαρινάτα
     κλητική μαρινάτοι μαρινάτες μαρινάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρινάτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική marinato

  Επίθετο επεξεργασία

μαρινάτος,η,ο

  • το φαγητό που έχει μαριναριστεί με κάποια συνταγή μαρινάδας
    μοσχάρι, ψάρι μαρινάτο, γόπα μαρινάτη, κολιός μαρινάτος, γάβροι μαρινάτοι

  Μεταφράσεις επεξεργασία