μαραμπού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαραμπού < (άμεσο δάνειο) γαλλική marabout < πορτογαλική maraboto / marabuto < αραβική مُرابِط (murābiṭ: πολεμιστής καλόγερος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαραμπού ουδέτερο άκλιτο
- (πτηνό) γένος μεγάλων τροπικών πτηνών που ανήκει στην τάξη πελαργόμορφα (Ciconiiformes) και στην οικογένεια πελαργίδες (Ciconiidae).
- Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά, / καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη, / κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί, / ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μοῦ ἐγίνη. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μαραμπού στη Βικιπαίδεια