Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαξούλι τα μαξούλια
      γενική του μαξουλιού των μαξουλιών
    αιτιατική το μαξούλι τα μαξούλια
     κλητική μαξούλι μαξούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξούλι(ν) < οθωμανική τουρκική (→ δείτε  τουρκική mahsul) < αραβική محصول (mahsūl, συγκομιδή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈksu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ξού‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξούλι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)

  1. η παραγωγή της χρονιάς σε κάποιον καρπό, όπως ελιές, φρούτα, κ.λπ.
    ※  Ποιός θὰ μαζώξει φέτος το μαξούλι; ρωτοῦσαν ἀγκουσεμένοι οἱ χωριάτες. (Παντελής Πρεβελάκης, Ὁ Κρητικός. Ἡ πρώτη λευτεριά, 1949)
  2. (μεταφορικά) η καρποφορία σε όλους τους τομείς, τα γεννήματα
    ※  Τσ' αγάπης το μαξούλι (κρητικό τραγούδι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξούλι < οθωμανική τουρκική (→ δείτε  τουρκική mahsul) < αραβική محصول (mahsūl, συγκομιδή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξούλι ουδέτερο

  1. σοδειά, εσοδεία
  2. προϊόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία