μαξούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαξούλι | τα | μαξούλια |
γενική | του | μαξουλιού | των | μαξουλιών |
αιτιατική | το | μαξούλι | τα | μαξούλια |
κλητική | μαξούλι | μαξούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαξούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξούλι(ν) < οθωμανική τουρκική (→ δείτε τουρκική mahsul) < αραβική محصول (mahsūl, συγκομιδή)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈksu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ξού‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαξούλι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)
- η παραγωγή της χρονιάς σε κάποιον καρπό, όπως ελιές, φρούτα, κ.λπ.
- ※ Ποιός θὰ μαζώξει φέτος το μαξούλι; ρωτοῦσαν ἀγκουσεμένοι οἱ χωριάτες. (Παντελής Πρεβελάκης, Ὁ Κρητικός. Ἡ πρώτη λευτεριά, 1949)
- (μεταφορικά) η καρποφορία σε όλους τους τομείς, τα γεννήματα
- ※ Τσ' αγάπης το μαξούλι (κρητικό τραγούδι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαξούλι
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαξούλι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μαξούλι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].