μαντευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντευτής < αρχαία ελληνική μαντευτός (αυτός που μαντεύθηκε, που τον μάντευψε το μαντείο) αλλά στον Ηλιόδωρο ανευρίσκεται και η λέξη μαντευτής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντευτής αρσενικό
- εκείνος που ασκεί τη μαντεία, που μαντεύει, ο μάντης (σχηματίστηκε στη νεοελληνική κατά το γητευτής, μπαλωματής, μαντατευτής αλλά συνήθως προτιμάται το μάντης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαντευτής
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντευτής < μάντις
Ρήμα επεξεργασία
μαντευτής
- πιθανόν ο μάντις, εκείνος που μαντεύει, πιθανόν όμως και ο μαντευτικός ή το μάντεμα, εκείνο που κάποιος το μάντεψε
- ὑπό τοῦ μαντευτοῦ τῆς ψυχῆς γιγνόμενος (Ηλιόδωρος, 9, στ.3) (εννοώντας τον μάντι, αν και ο Δ.Κοραής το 1804 στα μεταφραστικά του σχόλια το θεωρεί λάθος του συγγραφέα και κρίνει ότι εννοούσε μαντευτικός)