μανταρίστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανταρίστρα | οι | μανταρίστρες |
γενική | της | μανταρίστρας | — | |
αιτιατική | τη | μανταρίστρα | τις | μανταρίστρες |
κλητική | μανταρίστρα | μανταρίστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανταρίστρα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που μαντάρει (ερασιτεχνικά ή -κυρίως- επαγγελματικά)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαντάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανταρίστρα
|