Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανταμίτσα οι μανταμίτσες
      γενική της μανταμίτσας
    αιτιατική τη μανταμίτσα τις μανταμίτσες
     κλητική μανταμίτσα μανταμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανταμίτσα < υποκοριστικό του μαντάμ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανταμίτσα θηλυκό

  1. μικρή κυρία, χαριτωμένος και τρυφερός τρόπος χαρακτηρισμού κοπέλας ή μικρού κοριτσιού που μοιάζει μεγαλύτερο από την ηλικία του λόγω των ρούχων, του κουρέματος των μαλλιών, της συμπεριφοράς κ.α. εξωτερικών κυρίως χαρακτηριστικών που παραπέμπουν σε ωριμότητα και ευγένεια ενηλίκων
  2. (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση για γυναίκα
  3. ειρωνικός και συνήθως μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί μαντάμ (δηλαδή υπολείπεται σε κάποια χαρακτηριστικά της κυρίας με τη συμβατική έννοια του όρου).

  Μεταφράσεις επεξεργασία