Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντέλλο < ιταλική mantello

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντέλλο ουδέτερο


  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντέλλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική mantello

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντέλλο ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • (ενδυμασία) μανδύας, πανωφόρι
    ※  17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Δ', στίχ. 405 (405-407) @anemi.lib.uoc.gr
    καὶ τοτεσὰ ξυρίζεσαι καὶ βάνεις τὸ μαντέλλο
    αὐτόνο, ὁπού ’καμες ὀψές, κι' ἂ δὲ τςὶ ἀρέσῃς θέλω
    τὰ μάτια μου ἀποὺ τὸ καφᾶ ὀπίσω νὰ μοῦ βγάλῃς.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 149.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία