Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιφατούρα οι μανιφατούρες
      γενική της μανιφατούρας
    αιτιατική τη μανιφατούρα τις μανιφατούρες
     κλητική μανιφατούρα μανιφατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιφατούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανιφατούρα θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αγαθών, ιδίως υφασμάτων με μορφή οικοτεχνίας ή βιοτεχνίας
  2. χειρονακτικό βιοτεχνικό προϊόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία