μανίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μανίσιος | η | μανίσια | το | μανίσιο |
γενική | του | μανίσιου | της | μανίσιας | του | μανίσιου |
αιτιατική | τον | μανίσιο | τη | μανίσια | το | μανίσιο |
κλητική | μανίσιε | μανίσια | μανίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μανίσιοι | οι | μανίσιες | τα | μανίσια |
γενική | των | μανίσιων | των | μανίσιων | των | μανίσιων |
αιτιατική | τους | μανίσιους | τις | μανίσιες | τα | μανίσια |
κλητική | μανίσιοι | μανίσιες | μανίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μανίσιος, -α, -ο (& μανάτος)
- (λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη μανάτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανίσιος
|