μανάρι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανάρι | τα | μανάρια |
γενική | του | μαναριού | των | μαναριών |
αιτιατική | το | μανάρι | τα | μανάρια |
κλητική | μανάρι | μανάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μανάρι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική manări, πληθυντικός αριθμός του manăre < λατινική manuarius < manus + -arius < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥ / *mh₂-én-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μανάρι ουδέτερο
- μικρό αρνάκι, αμνοερίφιο που τρέφεται ειδικά με προορισμό να το σφάξουν νεαρό
- → δείτε και τη λέξη βετούλι
- (προσφώνηση, μεταφορικά) θαυμαστική προσφώνηση (προς παιδάκι, γυναίκα, άντρα)
- → δείτε και τη λέξη καμάρι (διαλεκτικό)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μανάρι
|