μαμακούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαμακούλα | οι | μαμακούλες |
γενική | της | μαμακούλας | — | |
αιτιατική | τη | μαμακούλα | τις | μαμακούλες |
κλητική | μαμακούλα | μαμακούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαμακούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαμακούλα
|