μαμάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαμάκιας < μαμά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαμάκιας αρσενικό
- (ειρωνικό) που εξαρτάται από τη μαμά του, που είναι προσκολλημένος στη μητέρα του
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαμάκιας
|
μαμάκιας αρσενικό
|