Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαλικανές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαλικαν
ές
οι
μαλικαν
έδες
γενική
του
μαλικαν
έ
των
μαλικαν
έδων
αιτιατική
τον
μαλικαν
έ
τους
μαλικαν
έδες
κλητική
μαλικαν
έ
μαλικαν
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαλικανές
<
τουρκική
malikâne
<
περσική
مالکانه
(
mâlikâne
) <
مالک
(
mâlik
) +
انه
(
âne
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαλικανές
αρσενικό
(
ιστορία
,
Τουρκοκρατία
,
οικονομία
,
παρωχημένο
) η
ισόβια
εκμίσθωση
των
φορολογικών
εσόδων
μιας
περιοχής
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μαλικιανές
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μουκατάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαλικανές
τουρκικά
:
malikâne
(tr)