Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαλαχίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαλαχίτ
ης
οι
μαλαχίτ
ες
γενική
του
μαλαχίτ
η
των
μαλαχιτ
ών
αιτιατική
τον
μαλαχίτ
η
τους
μαλαχίτ
ες
κλητική
μαλαχίτ
η
μαλαχίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάζο από κατεργασμένο
μαλαχίτη
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαλαχίτης
< από το φυτό
μαλάχη
, κοινώς
μολόχα
(επειδή μοιάζει στο χρώμα των φύλλων της)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαλαχίτης
αρσενικό
ορυκτό του
χαλκού
που χρησιμοποιείται στην
καλλιτεχνία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαλαχίτης
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαλαχίτης
αγγλικά
:
malachite
(en)