Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλαχίτης οι μαλαχίτες
      γενική του μαλαχίτη των μαλαχιτών
    αιτιατική τον μαλαχίτη τους μαλαχίτες
     κλητική μαλαχίτη μαλαχίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βάζο από κατεργασμένο μαλαχίτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλαχίτης < από το φυτό μαλάχη, κοινώς μολόχα (επειδή μοιάζει στο χρώμα των φύλλων της)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλαχίτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία