μαλαχίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαλαχίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό του χαλκού που χρησιμοποιείται στην καλλιτεχνία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μαλαχίτης στη Βικιπαίδεια
μαλαχίτης αρσενικό