μαλακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλακτήρας αρσενικό
- μηχανή που μαλάζει, που ομογενοποιεί. Χρησιμοποιείται κυρίως για κατεργασία πολτού ελιάς και την παραγωγή ελαιολάδου, αλλά αναφέρεται και σε μάλαξη μπετού
- ※ Χρησιμοποιούμε πέτρινα λιθάρια, μαλακτήρα, ελαιοδιαφράγματα (ντορβάδες ή τσαντίλες) και υδραυλικό πιεστήριο ([1])
- ※ Για την αραίωση της ελαιοζύμης στο μαλακτήρα προστίθεται νερό μέχρι και 100% της ποσότητάς της πριν την εξαγωγή του ελαιολάδου ([2])
- ※ «Ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων με ή χωρίς μαλακτήρα σκυροδέματος και των χειριστών αντλιών ετοίμου σκυροδέματος και των βοηθών αυτών στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες ετοίμου σκυροδέματος του Νομού Αττικής» (ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (12/2009))