μακρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακρότης | αἱ | μακρότητες | ||||
γενική | τῆς | μακρότητος | τῶν | μακροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μακρότητῐ | ταῖς | μακρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μακρότητᾰ | τὰς | μακρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μακρότης | μακρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μακροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μακρό(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακρότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η μακρότητα, η ιδιότητα του μακρός
- όπως των ημερών
- (γραμματική) όπως των συλλαβών: μακρόχρονος
Πηγές
επεξεργασία- μακρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.