ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακρότης αἱ μακρότητες
      γενική τῆς μακρότητος τῶν μακροτήτων
      δοτική τῇ μακρότητ ταῖς μακρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μακρότητ τὰς μακρότητᾰς
     κλητική ! μακρότης μακρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακρότητε
γεν-δοτ τοῖν  μακροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μακρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακρότης θηλυκό