μακρολογώτερος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μακρολογώτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του μακρολόγος
- ※ Πλάτων, Σοφιστής, Pl.Sph.268b στη Βικιθήκη)
- Τίνα οὖν ἀποφαινώμεθα τὸν μακρολογώτερον εἶναι; πότερα πολιτικὸν ἢ δημολογικόν;