Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μακρολογώτερος μακρολογωτέρ τὸ μακρολογώτερον
      γενική τοῦ μακρολογωτέρου τῆς μακρολογωτέρᾱς τοῦ μακρολογωτέρου
      δοτική τῷ μακρολογωτέρ τῇ μακρολογωτέρ τῷ μακρολογωτέρ
    αιτιατική τὸν μακρολογώτερον τὴν μακρολογωτέρᾱν τὸ μακρολογώτερον
     κλητική ! μακρολογώτερε μακρολογωτέρ μακρολογώτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μακρολογώτεροι αἱ μακρολογώτεραι τὰ μακρολογώτερ
      γενική τῶν μακρολογωτέρων τῶν μακρολογωτέρων τῶν μακρολογωτέρων
      δοτική τοῖς μακρολογωτέροις ταῖς μακρολογωτέραις τοῖς μακρολογωτέροις
    αιτιατική τοὺς μακρολογωτέρους τὰς μακρολογωτέρᾱς τὰ μακρολογώτερ
     κλητική ! μακρολογώτεροι μακρολογώτεραι μακρολογώτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακρολογωτέρω τὼ μακρολογωτέρ τὼ μακρολογωτέρω
      γεν-δοτ τοῖν μακρολογωτέροιν τοῖν μακρολογωτέραιν τοῖν μακρολογωτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

μακρολογώτερος, -α, -ον