Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγκίπισσα θηλυκό, θηλυκό του μάγκιπας


Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγκίπισσα < μάγκιπας + -ισσα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγκίπισσα θηλυκό, θηλυκό του μάγκιψ (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κύπρο)

  • (επάγγελμα) φουρνάρισσα
      12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 100 (97-102) @anemi.lib.uoc.gr
    Ἄν ἤμην παραζυμωτὴς ἢ δουλευτὴς μαγκίπου,
    προφούρνια κἂν νὰ ἐχόρταινα, καὶ ὡσὰν ἐμέναν εἶχεν.
    Ὡς γὰρ ἐδιέβαινα προχθὲς ὁκάπου εἰς μαγκιπεῖον,
    ηὕρηκα τὴν μαγκίπισσαν ἔσωθεν ἱσταμένην
    καὶ ταῖς χερσὶ κατέχουσαν ἄσπρον σεμιδαλᾶτον,
    ἀπόξυσμα τριπτούτσικον καὶ ἐρρουκάνιζέν το·
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία