μέγιστος κοινός διαιρέτης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέγιστος κοινός διαιρέτης < → δείτε τις λέξεις μέγιστος, κοινός και διαιρέτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmeʝistos ciˈnos ðieˈɾetis/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μέγιστος κοινός διαιρέτης ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία