Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μάτωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ματώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ματώνω