Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μάτωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μάτωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ματώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ματώνω