Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μάτιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ματιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ματιάζω