μάρτυρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
μάρτυρα αρσενικό ή θηλυκό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού της λέξης μάρτυρας
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
μάρτυρα αρσενικό ή θηλυκό
- αιτιατική ενικού της λέξης μάρτυς