Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάξις < αρχαία ελληνικήμάσσω (από τον αόριστο ἔμαξα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάξις θηλυκό (γενική : μάξεως)

  1. το σπόγγισμα
  2. το καθάρισμα του κοίλου εσωτερικού των παλιών πυροβόλων όπλων με μάκτρο και η επάλειψή τους με λίπος -εργασία απαραίτητη μετά από κάθε βολή ειδικά στα εμπροσθογεμή για να μην αναφλέγονται στην επόμενη βολή

  Μεταφράσεις επεξεργασία