Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγιστρος < λατινικά magister (άρχοντας, επιβλέπων)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγιστρος αρσενικό

  1. (ιστορία) ανώτατο αξίωμα της ύστερη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (μάγιστρος τῶν ὀφφικίων)
    → δείτε και τις λέξεις μαΐστωρ και μαΐστορας
  2. (ιστορία) ανώτατος αρχηγός ιπποτικών ταγμάτων (μέγας μάγιστρος)
  3. (παρωχημένο) έμπειρος τεχνίτης, μάστορας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία