μάγε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μάγε αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μάγε αρσενικό ή θηλυκό
- ((ελληνιστική κοινή)) κλητική ενικού του μάγος
μάγε αρσενικό
μάγε αρσενικό ή θηλυκό