Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

 
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

*λύκη < αμάρτυρος τύπος (μόνο ως συνθετικό: λυκόφως, ἀμφιλύκη.[1][2], μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk-[3] Συγγενή: σανσκριτικά रोक (roká, φως), λατινικά luc-eo, lux, λιθουανικά laũkas (ανοιχτό πεδίο), και άλλα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

*λύκη [] θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

και δείτε

πιθανόν τα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία