λύκειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλύκειον (σημασία: που αφορά τον λύκο)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λύκειος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λύκειος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) λύκειον ⇘ νέα ελληνικά: λύκειο
Συγγενικά
επεξεργασία- για το γυμάνσιο και την παλαίστρα στην Αθήνα → δείτε Λύκειον