Ετυμολογία

επεξεργασία
λωποδυτέω < λείπει η ετυμολογία

λωποδυτέω

  1. κλέβω τα ρούχα, κυρίως από λουόμενους ή ταξιδιώτες
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 9, 575b
    Οἷα κλέπτουσι, τοιχωρυχοῦσι, βαλλαντιοτομοῦσι, λωποδυτοῦσιν, ἱεροσυλοῦσιν, ἀνδραποδίζονται· ἔστι δ᾽ ὅτε συκοφαντοῦσιν, ἐὰν δυνατοὶ ὦσι λέγειν, καὶ ψευδομαρτυροῦσι καὶ δωροδοκοῦσιν.
    Π.χ. κλοπές, διαρρήξεις, λωποδυσίες, αρπαγές, ιεροσυλίες, σωματεμπορίες· κάποτε δε, αν έχουν κάποιαν ευγλωττία, κάνουν τον συκοφάντη και ψευδομαρτυρούν ή πουλούν τη συνείδησή τους.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. (γενικότερα) κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 165
    ὁ δὲ λωποδυτεῖ γε νὴ Δί᾽, ὁ δὲ τοιχωρυχεῖ,
    Άλλος το λωποδύτη κι άλλος το διαρρήχτη.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) επιδίδομαι σε λογοκλοπή

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία