λυσσίατρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | λυσσίατρος | οι | λυσσίατροι |
γενική | του/της του |
λυσσιάτρου λυσσίατρου |
των | λυσσιάτρων |
αιτιατική | τον/τη | λυσσίατρο | τους/τις | λυσσιάτρους |
κλητική | λυσσίατρε | λυσσίατροι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λυσσίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- ιατρός που εργάζεται σε λυσσιατρείο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυσσίατρος
|