λυρικό θέατρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
λυρικό θέατρο θηλυκό
- (μουσική) το μελόδραμα, τα έργα όπερας
- συνώνυμο του λυρική σκηνή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λυρικό θέατρο
|