Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυρικό θέατρο < → δείτε τις λέξεις λυρικός και θέατρο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λυρικό θέατρο θηλυκό

  1. (μουσική) το μελόδραμα, τα έργα όπερας
  2. συνώνυμο του λυρική σκηνή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία