Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λυθησόμενος λυθησομένη τὸ λυθησόμενον
      γενική τοῦ λυθησομένου τῆς λυθησομένης τοῦ λυθησομένου
      δοτική τῷ λυθησομέν τῇ λυθησομέν τῷ λυθησομέν
    αιτιατική τὸν λυθησόμενον τὴν λυθησομένην τὸ λυθησόμενον
     κλητική ! λυθησόμενε λυθησομένη λυθησόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λυθησόμενοι αἱ λυθησόμεναι τὰ λυθησόμεν
      γενική τῶν λυθησομένων τῶν λυθησομένων τῶν λυθησομένων
      δοτική τοῖς λυθησομένοις ταῖς λυθησομέναις τοῖς λυθησομένοις
    αιτιατική τοὺς λυθησομένους τὰς λυθησομένᾱς τὰ λυθησόμεν
     κλητική ! λυθησόμενοι λυθησόμεναι λυθησόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυθησομένω τὼ λυθησομέν τὼ λυθησομένω
      γεν-δοτ τοῖν λυθησομένοιν τοῖν λυθησομέναιν τοῖν λυθησομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθησόμενος' όπως «λυθησόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

λυθησόμενος, -η, -ον