Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογόγραμμα τα λογογράμματα
      γενική του λογογράμματος των λογογραμμάτων
    αιτιατική το λογόγραμμα τα λογογράμματα
     κλητική λογόγραμμα λογογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αγγλικά: logogram (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) χαρακτήρας που συμβολίζει ακέραια-ολόκληρη λέξη (όχι μονό φώνημα ή συλλαβογραφή εκτός αν ταυτίζονται με λέξη)
    Τα κινέζικα ιδεογράμματα και οι σύγχρονοι αριθμητικοί χαρακτήρες αποτελούν λογογράμματα.
    πχ τα @, #, €, &, % κτλ.