↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόκλαρο τα λιόκλαρα
      γενική του λιόκλαρου των λιόκλαρων
    αιτιατική το λιόκλαρο τα λιόκλαρα
     κλητική λιόκλαρο λιόκλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιόκλαρο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʎo.kla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐κλα‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιόκλαρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)