Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιπαντής οι λιπαντές
      γενική του λιπαντή των λιπαντών
    αιτιατική τον λιπαντή τους λιπαντές
     κλητική λιπαντή λιπαντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπαντής < λιπαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιπαντής αρσενικό

  1. (μηχανολογία, επάγγελμα) εργάτης επιφορτισμένος στη λίπανση μηχανών
  2. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) επίσημη ειδικότητα ναυτικού μηχανής, ή πληρώματος μηχανής πλοίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία