Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινίνη οι λινίνες
      γενική της λινίνης των λινινών
    αιτιατική τη λινίνη τις λινίνες
     κλητική λινίνη λινίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λινίνη < αγγλική lignin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λινίνη θηλυκό

  • (βιολογία), (βοτανική): σύνθετο πολυμερές, μη υδατανθρακικό, που βρίσκεται στο εσωτερικό των φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία