λιμουζίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιμουζίνα < (λόγιο δάνειο) γαλλική limousine[1] < Limousin (περιοχή της κεντρικής Γαλλίας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμουζίνα θηλυκό,
- είδος πολυτελούς αυτοκινήτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ λιμουζίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας