Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμοκοντόρος οι λιμοκοντόροι
      γενική του λιμοκοντόρου των λιμοκοντόρων
    αιτιατική τον λιμοκοντόρο τους λιμοκοντόρους
     κλητική λιμοκοντόρε λιμοκοντόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμοκοντόρος < λίμα (πείνα) + κόντες + -όρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιμοκοντόρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιάννης Καιροφύλλας, Οι πρώτοι έμποροι των Αθηνών, σελ. 87, 1999