λιμνολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιμνολογία | οι | λιμνολογίες |
γενική | της | λιμνολογίας | των | λιμνολογιών |
αιτιατική | τη | λιμνολογία | τις | λιμνολογίες |
κλητική | λιμνολογία | λιμνολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμνολογία θηλυκό
- (βιολογία) η μελέτη των υδάτινων οικοσυστημάτων της ενδοχώρας