λιγοψυχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιγοψυχιά | οι | λιγοψυχιές |
γενική | της | λιγοψυχιάς | των | λιγοψυχιών |
αιτιατική | τη | λιγοψυχιά | τις | λιγοψυχιές |
κλητική | λιγοψυχιά | λιγοψυχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιγοψυχιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιγοψυχιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη λιγοψυχία