λιγοήμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγοήμερος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοήμερος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ἡμέρα
Επίθετο επεξεργασία
λιγοήμερος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγοήμερος
|
λιγοήμερος
|