ληκύθιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ληκύθιο | τα | ληκύθια |
γενική | του | ληκύθιου | των | ληκύθιων |
αιτιατική | το | ληκύθιο | τα | ληκύθια |
κλητική | ληκύθιο | ληκύθια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ληκύθιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ληκύθιον, υποκοριστικό του λήκυθος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈci.θi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐κύ‐θι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ληκύθιο ουδέτερο
- (αρχαιολογία, κεραμική) υποκοριστικό του λήκυθος, μικρή λήκυθος
- ※ Αρυβαλλοειδές ληκύθιο με ωοειδές σώμα […] Το αγγείο είναι ολόβαφο. Το σώμα κοσμεί παράσταση με λαγό εν κινήσει,
- Αρυβαλλοειδές ληκύθιο [Π 1487] Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων [και φωτογραφία] πρόσβαση:2025.02.08.
- ※ Αρυβαλλοειδές ληκύθιο με ωοειδές σώμα […] Το αγγείο είναι ολόβαφο. Το σώμα κοσμεί παράσταση με λαγό εν κινήσει,
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λήκυθος
ληκύθιο