πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ληκύθιο τα ληκύθια
      γενική του ληκύθιου των ληκύθιων
    αιτιατική το ληκύθιο τα ληκύθια
     κλητική ληκύθιο ληκύθια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ληκύθιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λήκυθος