Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκάργα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκάργα θηλυκό

  • (σπάνιο ή παρωχημένο) αργιλώδες πέτρωμα, πηλός
    Τέσσεροι με βαριούς κασμάδες εχτυπούσαν τη ράχη, σ' ένα γκρέμισμα, ξεκολλώντας κάθε τόσο χοντρά κομμάτια λευκάργας (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία