Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λετσούμπι < από το ιταλικό lezzo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λετσούμπι ουδέτερο

  1. παιδί που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του ή γενικώς είναι ακατάστατο ή άπλυτο.
    Κυκλοφοράει σα λετσούμπι.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία