λετσούμπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λετσούμπι < από το ιταλικό lezzo
Ουσιαστικό επεξεργασία
λετσούμπι ουδέτερο
- παιδί που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του ή γενικώς είναι ακατάστατο ή άπλυτο.
- Κυκλοφοράει σα λετσούμπι.