Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπιδόσχημος η λεπιδόσχημη το λεπιδόσχημο
      γενική του λεπιδόσχημου της λεπιδόσχημης του λεπιδόσχημου
    αιτιατική τον λεπιδόσχημο τη λεπιδόσχημη το λεπιδόσχημο
     κλητική λεπιδόσχημε λεπιδόσχημη λεπιδόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπιδόσχημοι οι λεπιδόσχημες τα λεπιδόσχημα
      γενική των λεπιδόσχημων των λεπιδόσχημων των λεπιδόσχημων
    αιτιατική τους λεπιδόσχημους τις λεπιδόσχημες τα λεπιδόσχημα
     κλητική λεπιδόσχημοι λεπιδόσχημες λεπιδόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπιδόσχημος < λεπίδ(α) + -ό- + -σχημος

  Επίθετο επεξεργασία

λεπιδόσχημος

  • που έχει σχήμα λεπίδας
    ※  Λεπιδόσχημα εργαλεία από πυριτόλιθο, της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Τίτλος εικόνας στο Σπήλαιο Θεόπετρας στη Θεσσαλία: Μια προϊστορία 130.000 χρόνων (Μέρος 2ο), archaiologia.gr, 11/5/2015 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία