Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεκτόρισσα οι λεκτόρισσες
      γενική της λεκτόρισσας των λεκτορισσών
    αιτιατική τη λεκτόρισσα τις λεκτόρισσες
     κλητική λεκτόρισσα λεκτόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεκτόρισσα < λέκτορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεκτόρισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία